Άτιτλο

Ήρθε χτες ο πατέρας μου στα ονείρατά μου και γέμισε τη τζέπη του ποκαμίσου μου με γιασεμάκια.

Στούκας

Και ήχησαν οι σειρήνες της πόλης/κι εσύ δεν είχες πού να τρέξεις/γιατί είναι αμπαρωμένα τα καταφύγια/και κλειστές όλες οι πόρτες/και μόνο κάτι λόχμες βρέθηκαν μπροστά σου/ξεχασμένες/κατουρημένες μόνο από σκύλους/γιατί ποιος κρύβεται πια σε λόχμες/και χώθηκες εκεί ασθμαίνοντας/από όχι δικές σου μνήμες/και περίμενες την πρώτη έκρηξη/μάταια. Βγήκες από κει μέσα/μετά από χρόνια/ ξεμωραμένος.

Δημιουργήστε ένα δωρεάν ιστότοπο ή ιστολόγιο στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑