Bu dünya çarkifelek tir, aşk olsun çevirene*

Ένα κομπολόι είναι αυτός ο κόσμος και χαρά σ'αυτόν που ξέρει να το παίζει. <<Ὑψηλὴ μορφή, μὲ λευκὸν σαρίκι, μὲ μαύρην χλαῖναν καὶ χιτῶνα χρωματιστόν>> στεκόταν έξω από το κλειστό σουβλατζίδικο, το γωνιακό, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σταθμού στο Θησείον. Οι λιγοστοί διαβάτες δεν έδιναν πολλή σημασία, όλοι βιαστικοί να φτάσουν στις δουλειές... Continue Reading →

Featured post

Την τελευταία τού θέρους

Σήμερα το ξημέρωμα, κάποιος αδελφός πέταξε στο χωνευτήρι τα κόκκαλα του αδελφού του. Δεν πρόλαβε αγαπημένο χέρι να τα αποθέσει μαλακά στο λευκό σεντόνι•μήτε κόκκινο κρασί να τα ξεπλύνει- Μύρο κανείς δεν έφερε. Και πάνω στις κουφάλες των ματιών κανένα βλέμμα δεν εδέησε να σταθεί. Κάτι γάντια ξένα τά'ριξαν όλα μαζί στο καρότσι της οικοδομής... Continue Reading →

Απώλεια στήριξης

Με είδες να σιωπώ με σφαλιχτά μάτια λίγο πριν την πρώτη μου μπουκιά και αναρωτήθηκες: "Προσεύχεσαι;" Το άκουσα με έκπληξη αλλά λίγες στιγμές μετά-τα μάτια ακόμα σφαλιχτά-έγνεψα με το πηγούνι "ναι". Σα να μειδίασα μαζί. Και φύγαν απ'το στόμα μου τρεις λέξεις: "Προσεύχομαι στο Κενό." (σιγή) "Κι απάντηση δεν παίρνω.", συμπλήρωσε το στόμα μου. Και... Continue Reading →

της Ρίρας*

Ήταν μια ιστορία διαβολικών συμπτώσεων και εκπλήξεων.Το '52, είχε έρθει εκδρομή στο Ηράκλειο, με το σχολείο. Την είδα λοιπόν εγώ-είχα έρθει από το Μετόχι, απ'έξω, κάναμε βόλτες εκεί, νυφοπάζαρο τώρα, πάνω-κάτω πάνω-κάτω- όπως και στα Χανιά να πούμε, το νυφοπάζαρο ήταν στου Μπόλαρη και τα Σαββατοκύριακα ήτανε στο... στο λιμάνι, κάτω, το ξέρεις αυτό; Λοιπόν... Continue Reading →

Του φέγγους

Θέλω να ζήσω εκεί στο ανάμεσα από το κύμα και το δάσος/ εκεί όπου τις νύχτες το πλαγκτόν φεγγοβολά από τη μια κι αντιφεγγίζουν οι πυγολαμπίδες από την άλλη/ ή μήπως είν' το ανάποδο;

«Ας ερχόσουν για λίγο…»

Μου τηλεφώνησες για να το πεις- -πως ακόμα παλεύεις να συγχωρήσεις τον πατέρα σου και μέσα στη δίνη σου αυτή θυμήθηκες πως, πριν το πόλεμο σας έφερε στο σπίτι μια μέρα, ένα γραμμόφωνο- -με δίσκους πολλούς μαζί, ολόκληρο έπιπλο βαρύ, όχι από τα μικρά! Κι αυτό έδειχνε, πως αυτός ο στριφνός κι αγέλαστος άνθρωπος, μέσα... Continue Reading →

Βόμβος

Όλη νύχτα ακούω βουή κυμάτων που σφαδάζουν και λυσσομανάνε αφρό πάνω στα βράχια, κι ανάμεσά τους ακούγεται ο Βόμβος- -μηχανής βαποριού, μια να σβήνει μια να δυναμώνει και είναι σαν να το βλέπω μια να ισορροπεί στις κορφές των κυμάτων και μια να χάνεται στις κοιλάδες τους. Μα τούτος ο Βόμβος δεν ξεμακραίνει. Τον ακούω... Continue Reading →

Τα Ουρί

Είναι το φυσικό να σε παίρνει ο ύπνος κάτω από τη συκιά στο γεφύρι το χτισμένο πάνω στο πέλαγος- εκεί που φυσάει το βοριαδάκι από τη μια και η κατεβασιά της ρεματιάς από την άλλη. Και είναι φυσικό που σ' αυτό το αποκοίμισμά σου, τα σύκα τα ορθάνοιχτα, παντού πεσμένα γύρω, γεμίζουν μέλια και μυρωδιές... Continue Reading →

Το «usb»

Μέσα στο σούρουπο, το χέρι μου έσκυψε και ψαχούλεψε ανάμεσα στις πεσμένες πευκοβελόνες αναζητώντας το αντικείμενο που δευτερόλεπτα πριν το μάτι μου είχε διακρίνει-έκπληκτο- να φωσφορίζει. Στιγμιαία πίστεψα, άγνωστο γιατί, πως είναι ένα σπασμένο usb. Καμμία λογική φυσικά, φωσφορίζουν τα usb; (Μάλλον η απλοποιητική μου σκέψη βάφτισε με αυτόν τον όρο ακαριαία και συλλήβδην ο,τιδήποτε... Continue Reading →

High noon(ελλ.τίτλος: «Γιατί, Σφούγγα, γιατί;»)

Ήταν 12 καταμεσήμερο και η σφουγγαρίστρα μου πήδηξε στο κενό-από τον πέμπτο. Όλοι στη γειτονιά έμειναν εμβρόντητοι. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί, όλοι μιλούσαν για τον απορροφητικό χαρακτήρα της και το αστραποβόλο σχεδόν φωσφοριζέ κίτρινο χρώμα της. Εγώ όμως ήξερα. Είχε πάρει το αυτί μου κάτι ψιλοκουβέντες της στο σπίτι, κάτι μασημένα μου σου... Continue Reading →

Τιβί

Σαν σε τελετουργία γνωστή από αιώνες-όταν τα βράδια έπαιρναν να ζεσταίνουν-ησύχασαν οι δρόμοι κι ακούστηκαν οι σκόρπιες κουβέντες από τις γύρω πολυκατοικίες. Εσύ, σηκώθηκες, έφερες την μπαλαντέζα, τράβηξες το μακρύ καλώδιο της κεραίας, ακούμπησες την τηλεόραση πάνω στο τραπέζι του μπαλκονιού. Έσυρες την μπαμπού πολυθρόνα κι έκατσες απέναντι. Και την κύτταξες. Και ζεστάθηκε η ψυχή... Continue Reading →

Ο πατέρας*

Ο πατέρας έφυγε. Θέλω να πω: είναι στην πρώτη γραμμή. Στέκεται και περιμένει. Ή μάλλον δεν κάθεται ποτέ. Όλο νέες εισαγωγές στο νοσοκομείο κι εκείνος πρέπει ν' αποφασίσει. Ήρεμα, ψύχραιμα. Να μην πανικοβάλλεται μες στον πανικό.Όταν γυρίσει στο σπίτι, όχι πολλές αγκαλιές.Πώς είναι ένας ήρωας ο πατέρας όταν όλοι τον αποφεύγουν; Δεν τον πλησιάζουν.Κι ο... Continue Reading →

Μέσα/Έξω*

Όταν μου στέρησαν το Έξω και μου απέμεινε το Μέσα βρέθηκα σε ένα κτήμα τη στιγμή που όλα άνθιζαν. Λίγο από ενοχή, λίγο από ενθουσιασμό και λίγο από αγάπη θέλησα κάθε μέρα να μοιραστώ αυτό που έβλεπα. Ένας μαγικός παλιός macro φακός του κ.Τζώρτζη, ένα τασάκι που έσπασε και έγινε βάση για τα φωτάκια, φέτες από... Continue Reading →

Η ματσιόλα του Μπρε*

ήχος Το τοπίο ήταν σαν αυτά τα ημιορεινά λειβάδια, τα απέραντα και κατά τόπους ανισόπεδα, τα μόλις χορταριασμένα. Η λάσπη του καρόδρομου το διέσχιζε σαν μια φαρδιά παλιά πληγή που αργεί να επουλωθεί από το χιονιά ενός χειμώνα που τό'σκαγε με βαριά βήματα. Τα σπίτια, ήσουν δεν ήσουν σίγουρος αν ήταν αγροτόσπιτα~ πανομοιότυπα, με ένα... Continue Reading →

Roma città aperta *

I hope you don't have to experience extreme measures like this.. There is a general confusion…panic.. anxiety.. We have almost 500 hundred deads. A lot of people won't leave the country and this is good for the whole Europe although the situation in France and Germany is getting worse. And we have no war. But... Continue Reading →

  beat 72

Ζω ψηλά, πάνω σ'ένα κατάρτι. Στη νηνεμία του μεσημεριού μ'αρέσει που λιάζομαι κουρνιασμένος γύρω του. Έχει μια σιγαλιά-σαν οι ακτίνες του ήλιου- που πέφτουν κατακόρυφα για να ξεβάψουν τη θάλασσα και να την κάνουν ρηχή σαν λίμνη-να βουβαίνουν κάθε ήχο. Μόνο τα τιτιβίσματα από τη στεριά ακούγονται-αλλά δεν με νοιάζουν. Στη στεριά δεν ξαναβγαίνω. Αν... Continue Reading →

Η αφήγηση*

στο βάθος ακούγεται η τηλεόραση. ...αλλά εγώ, να μου το πούνε, θα τό'χω υπόψη μου, όσο μπορώ, όσο μπορώ, θα ελέγχω, όσο μπορώ. γελάει ο Ν. λέει, "κοίταξε να σου πω" μου λέει, "ξεχνάς, βέβαια, ξεχνάς τι να κάνουμε, δεν πειράζει, αυτό δεν είναι σπουδαίο." βήχει ...αλλά εγώ τα πάρα πάνω σκέφτομαι, τα περισσότερα δηλαδή,... Continue Reading →

Φλούδα

Ο αντίχειρας χώθηκε βαθιά στη φλούδα, χρησιμοποιώντας το νύχι σαν λεπίδι- -βυθίστηκε και αντήχησε όπως ο παφλασμός στα φαράγγια. Εκεί, σιώπησαν όλοι. Στη συνέχεια ήρθε σε βοήθεια και ο αντίχειρας του αριστερού χεριού, με τα υπόλοιπα δάκτυλα να ιδρώνουν ήδη σφίγγοντάς Το σαν μέγγενη. Δεύτερος παφλασμός. Αλλαγή λαβής- αριστερός δείκτης και παράμεσος ξεκινούν-τώρα ο ήχος... Continue Reading →

Σπέσιαλ.

Πολύ καλό...(παύση). "Πολύ καλό...(παύση). "Σπέσιαλ..." (μεγάλη παύση)."Δύο τελευταία κομμάτια..."(παύση). Η παράγραφος επαναλαμβανόταν. Αλλά το ύφος έμοιαζε ελάχιστα ύφος με αυτό των φωνών της λαϊκής. Χαμηλόφωνος, με ήχο που έτρεμε υπακούοντας σε ένα κορμί που τρανταζόταν ελαφρά. Χέρι απλωμένο κρατούσε σφιχτά- προς επίδειξη- ένα φούτερ μάρκας μαϊμού. Το ρούχο τραμπαλιζόταν κι αυτό με τη σειρά του.... Continue Reading →

Ποίμα (γουόρκ ιν πρόγκρες)

Το κορίτσι με το φιόγκο/κατηφόρισε τον λόγγο/και συνάντησε ένα ελάφι/πού 'τρωγε σομόν πιλάφι/ Ήταν λέει συνταγή/με κανέλλα σαντιγύ/πού'φτιάχνε όλη την ημέρα/η καλή του η μητέρα/ Την προσκάλεσε να φάει/μα αρνήθηκε να πάει/γιατί είπε ένα πουλάκι/ πως του λείπει τ'αλατάκι/ Κι έτσι πήγε για καφέ, μπισκοτάκι, ναργιλέ/μ'έναν φίλο όλο μπλε/γιατί έβαφε το σπίτι/συντροφιά μ'ένα σπουργίτι/πού'ταν λίγο... Continue Reading →

το π

Σήμερα το πρωΐ έπεσα από το παρελθόν. Γλύστρησα και έπεσα, κάνοντας γδούπο γερό. Δεν το κατάλαβα πώς και τι, άπλωσα το πόδι να πατήσω στη σκάλα και τσουπ! βρέθηκα στο κενό. Δεν μου έχει ξανασυμβεί. Είμαι πάντα πολύ προσεκτικός όταν ανεβαίνω στο παρελθόν και σημειωτέον, το κάνω πολλά χρόνια- -είτε για να κατεβάσω πράγματα στο... Continue Reading →

Άτιτλο

Ήρθε χτες ο πατέρας μου στα ονείρατά μου και γέμισε τη τζέπη του ποκαμίσου μου με γιασεμάκια.

Στούκας

Και ήχησαν οι σειρήνες της πόλης/κι εσύ δεν είχες πού να τρέξεις/γιατί είναι αμπαρωμένα τα καταφύγια/και κλειστές όλες οι πόρτες/και μόνο κάτι λόχμες βρέθηκαν μπροστά σου/ξεχασμένες/κατουρημένες μόνο από σκύλους/γιατί ποιος κρύβεται πια σε λόχμες/και χώθηκες εκεί ασθμαίνοντας/από όχι δικές σου μνήμες/και περίμενες την πρώτη έκρηξη/μάταια. Βγήκες από κει μέσα/μετά από χρόνια/ ξεμωραμένος.

Βουνό/Mount*

Όλα μου τα καλά φτιάχτηκαν απ' όλα μου τα λάθη. Είναι το βουνό μου.Ζω παρέα τους. Εγώ είμαι Όπως επιλέξω να πατήσω πάνω τους, ν' απορροφήσω ή όχι τη γνώση τους στη σπονδυλική μου στήλη.Κι αν έχω αποφασίσει να μην τα ξανακάνω είναι ακριβώς επειδή τα έκανα.Και τόσος κόπος να φτιάξεις κάτι που μετά θα... Continue Reading →

θερμοκηπίου

Περνούσε κάθε μέρα επιστρέφοντας σπίτι με το αυτοκίνητο,από το μετρό Αμπελοκήπων. Και κάθε μέρα έκανε μια ολιγόλεπτη στάση, αψηφώντας τα κορναρίσματα και τις χειρονομίες των οδηγών-ειδικά όταν βλέπαν πως ήταν γυναίκα. Άναβε τα αλάρμ, πεταγόταν έξω και κοιτούσε επίμονα προς το πεζοδρόμιο. Η ανάσα της μετεωριζόταν σαν να περίμενε να αντικρύσει κάτι-μάλλον κάποιον. Κι όταν... Continue Reading →

Ουσάκ για έναν Πενθέα

ήχος Δεν ήξερες μέχρι τα τώρα πως ο Χάροντας μπορεί να σε λιγώσει. Άλλες ιστορίες είχες ακούσει γι'αυτόν. Δεν ήξερες πως μπορεί να σε ζαλίσει, να σε μεθύσει, να σε σηκώσει ψηλά στα δυο του χέρια και να σε ρίξει μέσα στον μούστο που παφλάζει. Κι εσύ την ώρα που εβούλιαζες, ανήμπορος- όχι να σηκωθείς... Continue Reading →

Τα ύστερα του κόσμου

Το τελευταίο επείγον ανακοινωθέν του ΟΗΕ ήταν σαφές: Ο πλανήτης μας βρίσκεται πλέον σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: αλλού ξηρασίες πυρκαγιές και καύσωνες, αλλού πλημμύρες οφειλόμενες στην άνοδο των υδάτων. Ο αφανισμός των πόρων του πλανήτη, η εξαφάνιση με ταχύτατους ρυθμούς ζωϊκών ειδών καθώς και οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες, όλα ήταν ήδη εδώ. Ως συνήθως τίποτα από... Continue Reading →

Το τζιζίκι

Σου εξηγούσα τι είναι ο θάνατος κι εσύ, τριών χρονών νεραϊδούλα, πήρες τα μάτια σου από το σωρό τα φρεσκοανακατεμένα χώματα και τραβώντας μου το μανίκι φώναξες: "να πιάχιουμε τζιζίκια!" και τρέξαμε χασκογελώντας στα κυπαρίσσια.

Ανάληψη

Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που εξαϋλώνεται στα βαθιά γεράματα, σπίτι του, με το εγγόνι του να χοροπηδά και να τσιρίζει ανέφελο στο διπλανό δωμάτιο-ανεκτίμητο τραγούδι αποχαιρετισμού. Καλούς ανέμους θείε Παύλο. Αν συναντήσεις σε κάποια ακτή τους γονείς μου, πάρε τους μαζί- -άσε τον Πατέρα μου να ρίξει καμμιά πετονιά και τη Μάνα μου να φτιάχνει τα... Continue Reading →

Εγκόσμια

Απελπισμένος. Αυτή ήταν η λέξη που ταίριαζε στην περίσταση, καμία άλλη, ίσως το "προδομένος" αλλά τού ηχούσε πολύ τραβηγμένη, υπερβολική, ακόμα και μπανάλ. Και δεν υπήρξε ποτέ μπανάλ στη ζωή του. Η αισθητική που είχε απέναντι στη ζωή, ήταν κάτι για το οποίο ήταν περήφανος. Και η Αισθητική είναι επιλογή. Όπως επιλογή είναι και η... Continue Reading →

-Πού είσαι;

...σ'έναν καφενέ στο Αλγέρι, παίζοντας γκιουλ στο τάβλι μ'έναν άγνωστο και το δεξί μου χέρι-όταν δεν ρίχνει τα ζάρια-να ξαποσταίνει σ'έναν μηρό δίπλα μου τόσο μελαμψό, που γυάλιζε στο μισοσκόταδο. Δεν καθόταν μαζί μου για την ομορφιά μου, όχι για το θεό, είχε μυριστεί Ξένο με ντιράμ και είχε αποφασίσει να γλεντήσει μαζί του απόψε.... Continue Reading →

Αποβραδίς

Ο γκιώνης φέτος κρύβεται σε τόσο κοντινό κλαδί που όπου νά'ναι θα κάνει μια έτσι και θα χωθεί στο στήθος μου, να συνεχίσει από κει το γοερό το κλάμα.

Ακροθαλάσσιο

"Από τα δάκρυα το μόνο που λείπει για να μοιάσουν της μεγάλης τους αδελφής, είναι το ιώδιο.", σκέφτηκε η γλώσσα και μάζεψε τα τελευταία από την άκρη των χειλιών σου.

Μιράντα

Στις 25 Ιανουαρίου του 1970, σύμφωνα με πρόσφατα ευρεθείσες πηγές, αναφωνεί καθαρά στη ρεσεψιόν τού ξενοδοχείου Μιράντα στη Γλυφάδα, τον πρώτο του δίφθογγο μπα-μπα-μπα. Η προσθήκη και τρίτης συλλαβής μπα, προέκυψε σίγουρα μετά από γονεϊκή διαπραγμάτευση και αμφισβήτηση τού αν τελικά ακούστηκε σαφώς ένα μπαμπά ή όχι. Η καταγραφή με τρεις τελικά συλλαβές μάς οδηγεί... Continue Reading →

Αδάμ

Τι χαρά, να ξυπνήσεις ένα πρωί, ή ακόμα καλύτερα μετά από τον αποχαυνωτικό ύπνο ενός καλοκαιρινού μεσημεριού και να έχεις ξεχάσει ώρα, ημέρα, τόπο, έτος- Και όνομα, κυρίως όνομα. Όνομα, επίθετο, οικογένεια, ιστορίες, παρελθόν, να ανακαλείς, να ανακαλείς, μα απόκριση καμμία. Και στους τοίχους ούτε φωτογραφία. Και τα βιβλία χτισμένα ανάμεσα στα τούβλα με τη... Continue Reading →

«Μυστική Ζωή»

Όταν κάποιο βιβλίο σε διαλέγει παρασύροντάς σε να το τραβήξεις από τη σκονισμένη βιβλιοθήκη, τότε στη σελίδα 20 αναπόφευκτα διαβάζεις: άγγελου τερζάκη, μυστική ζωή, εκδόσεις Εστία 1957.

το κίτρινο τσεμπέρι

Ξεπρόβαλε μέσα από τον ελαιώνα, διέσχισε αργά τον παραλιακό, δρασκέλισε με δυσκολία τις ρίζες από το σκιερό αρμυρίκι και βύθισε επιτέλους το μπαστούνι της στην άμμο. Εκεί κοντοστάθηκε να πάρει μιαν ανάσα. Κοίταξε ίσια πέρα τη θάλασσα που ρυτίδιαζε. Λίγα μέτρα την χώριζαν από την καθημερινή της βουτιά. Το μπαστούνι διέγραψε την παραδοσιακή του τροχιά... Continue Reading →

ο Πέπλος και η Λεύκα

  Ήταν αδύνατον να το αντιληφθεί κάποιος από τους περαστικούς· ίσως σε μιαν άλλη εποχή, κάποια άλλα χρόνια-παλιά κατά προτίμηση. Κι αυτό όχι για κανένα άλλον λόγο, αλλά να, οι διαβάτες σπάνια πια σήκωναν το βλέμμα ψηλά· εδώ τρόμαζαν να το σηκώσουν στο ύψος κάποιου άλλου βλέμματος, πόσω μάλλον προς τον ουρανό--ή για να είμαι πιο ακριβής,... Continue Reading →

2

Δύο χρόνια σήμερα που ξεκίνησε αυτό το "παραισθητικό" σημειωματάριο. Από μια σύμπτωση απόρριψης και ανάγκης. Ευχαριστώ όλους σας, τους γνωστούς και αγνώστους που μπήκατε στον κόπο να διατρέξει το βλέμμα σας τις γραμμές μου. Αυτός ο τόπος θα είναι κοινός μας όσο αντέξει. Τίποτα δεν κρατάει για παντα/όσο θα θέλαμε. Με αγάπη, ο Κωστής.

WC

Του κρατούσε το χέρι σφιχτά μέσα στις παλάμες της. Έκανε έτσι, να λίγο μπροστά και μ' ένα ελαφρύ σκύψιμο ακουμπούσε τα χείλια της απαλά πάνω στα δικά του. Του άρεσε τόσο πολύ το φιλί της. Κι αυτή μια απομακρυνόταν, μια του μίλαγε τρυφερά και μια τον φιλούσε, έτσι όπως ήταν καθιστός στο πάτωμα με την... Continue Reading →

Το Λευκό Λαμπατέρ

Είχε τη φήμη ιδιαίτερου συλλέκτη·ταυτόχρονα όμως και τον χαρακτηρισμό του μονομανή μιας και το ενδιαφέρον του στρεφόταν αποκλειστικά σε ένα και μόνο πράγμα·στα επιτραπέζια λαμπατέρ. Έψαχνε, ανακάλυπτε, αγόραζε απ'όλη την υδρόγειο, δεν είχε ενδοιασμούς ως προς την πραγματική αξία του αντικειμένου. Μπορούσε ακόμα και σε ένα περίπατό του να έβλεπε κάτι στο δρόμο, πεταμένο στα... Continue Reading →

του ’55

"Ναι, του κυρίου Δελαγράματικα; Καλημέρα αγαπητή Αντωνία, ο Χαρίλαος είμαι, πώς είσαι, πώς είστε; Πήρα να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια για την απώλεια του πατέρα σου·ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος κι ένας πολύ καλός γείτονας·να ζήσετε να τον θυμόσαστε. Το έμαθα σήμερα το πρωί και είπα να τηλεφωνήσω αμέσως. Υπομονή αγαπητή μου, ζωή σε σας..."... Continue Reading →

Κιάτο

Τούς χωρίζαν κανά δυο μέτρα και πέντ'έξη χρόνια διαφορά στην ηλικία°στα άσπρα τους χρόνια και οι δύο. Κάθονταν στο παραθαλάσσιο κέντρο σε διπλανά τραπέζια αντικριστά °ο ένας αγνάντευε το έμπα του λιμανιού και ο άλλος τα αμάξια που περνούσαν. Κάθονταν, σαν από συνήθειο, στην κεφαλή του τραπεζιού τους, όπως οι πατροπαράδοτοι οικογενειάρχες°εκεί απ'όπου το μάτι... Continue Reading →

o

"Φάμπιο, Φάμπιο!", "Here!" ακούστηκε βροντερό το παρών κι ο σερβιτόρος με ικανοποίηση έτρεξε δυο τραπέζια παρακάτω αφήνοντας μια χωριάτικη, μια παστίτσιο και μια μερίδα χορτόπιτα στους -προφανώς- ιταλούς που τον περίμεναν ψημένοι από τον ήλιο και πεινασμένοι σαν βόδια. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε πάλι στην κουζίνα. "Κατερίνα!" Έκανε ξανά την εμφάνισή του ασθμαίνοντας και στάζοντας ιδρώτα... Continue Reading →

Της αρσενικής Μουριάς

Με ρώτησες στη στάση, αν είμαι καλά κι αν χρειάζομαι κάτι, κι εγώ μπροστά σε τόσο νοιάξιμο ντράπηκα να πω για την ξεχασμένη σταγόνα που μόλις είχε στάξει από τη μουριά κι απόμεινε δάκρυ ασάλευτο στο μάγουλο αποζητώντας κάποιος να το προσέξει.

Ινσέπσιο για ένα σκαραβαίο

Ήμουν-λέει-μέσα σ'έναν λευκό σκαραβαίο, στη θέση του οδηγού. Και το φχαριστιόμουνα πολύ-λέει-·και δώστου γκάζι, και δώστου να ξεχύνεται αυτός στη λεωφόρο· κι εγώ να θέλω κι άλλο και το σκαθάρι να ανεβάζει ταχύτητα χωρίς αγκομαχητό, και το πεντάλ στο τέρμα και δεν υπήρχε-λέει- ψυχή άλλη στο δρόμο ή υπήρχε κι εγώ δεν το σκεφτόμουν, η... Continue Reading →

Η χρονιά του Δράκου

Ήταν απλωμένος στον δερμάτινο καναπέ απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή της νύχτας·το πότε νωχελικό και πότε ιδρωμένο μπητ που έσταζε γύρω του, το αλκοόλ που είτε χυνόταν σε γλώσσες είτε στο πάτωμα τον ζάλιζε, τα αγγίγματα που αντιλαμβανόταν να συμβαίνουν στο θολό οπτικό του πεδίο, κάπου στο βάθος. Μα πάνω απ'όλα την μεσκαλίνη που έρρεε χείμαρρος... Continue Reading →

Τσερόκυ

"Έλα δω βρε θεόμουρλο·πού'ναι το μαξιλάρι σου; Ε;" Καμμία απόκριση·φυσικό ήταν. Αφού δεν υπήρχε κανείς να απαντήσει. Έτσι συνέβαινε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του παιδί. Μοναχοπαίδι. Άνοιγε η μητέρα του την πόρτα του στενού του δωματίου απορημένη γιατί άκουγε απ'έξω διαλόγους αλλά μόλις έμπαινε στο δωμάτιο, έβλεπε τον μικρό της γιο μόνο, ολομόναχο,... Continue Reading →

Ροβανιέμι

"Θα ήθελα το συντομότερο δεύτερο μισό της ζωής μου, να περιλαμβάνει μόνο τις σημαντικότερες στιγμές του, τα χάιλαϊτς, τα επίσημα μόνο στιγμιότυπα ρε παιδί μου· να μπορέσω να το ζήσω ξεφυλλίζοντάς το σαν το περιοδικό περιμένοντας στον οδοντογιατρό. Ή ακόμα καλύτερα όπως ακριβώς μια κινηματογραφική ταινία -δεκαετίες ολόκληρες συμπυκνωμένες σε μιάμιση ώρα·καλά, κακά, όλα εκεί... Continue Reading →

H πορτοκαλί αιώρα

Είχε αποφασίσει αυτό το θερινό ηλιοστάσιο να δώσει κάποια λεφτά και να κάνει ένα παιδικό του όνειρο πραγματικότητα· να αγοράσει μια αιώρα. Ναι εντάξει, ήταν περίεργο πως τόσα χρόνια δεν τό'χε καταφέρει ή δεν είχε προλάβει ή ό,τι τέλος πάντων μπορεί να ξεφυτρώσει ως δικαιολογία σ' αυτή την κούρσα με τον Χρόνο. Και μάλιστα για... Continue Reading →

Μες την Νύχτα και τον Πάγο

"Κι όμως, κι όμως! Νύχτα πολική, είσαι σα θηλυκό, σαν ένα χαριτωμένο, θαυμάσιο θηλυκό! Έχεις τα ευγενικά και καθάρια χαρακτηριστικά της αρχαίας ομορφιάς αλλά μαζί και την ψυχρότητα του μαρμάρου. Πάνω στο ψηλό και λείο σαν τον διάφανο αιθέρα μέτωπό σου, δεν υπάρχει ίχνος συμπάθειας για τα μικρά τα πάθη του περιφρονημένου γένους των ανθρώπων·... Continue Reading →

Φραντς

ήχος Ο λαιμός του ήταν άκαμπτος· το καταλάβαινες με την πρώτη ματιά·αδυνατούσε να στραφεί αριστερά-δεξιά. Και οι ώμοι του σφιγμένοι κι ελαφρά ανασηκωμένοι ολοκλήρωναν την εντύπωση ενός κορμιού κλειδωμένου. Τα μάτια του όμως έσφυζαν από ζωή. Πετάριζαν στις κόχες τους σαν παγιδευμένα πουλιά σε στενό κλουβί·παρατηρούσαν, έψαχναν, αναζητούσαν, με διεισδυτικότητα και ευγένεια. Όταν συναντούσαν μάτια... Continue Reading →

του χαμένου αδελφού

Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του τόσο, που νόμιζες τεντώθηκε/ νεράντζι για να φτάσει/ Αλλά γυμνά ήταν τα κλαδιά,τα φύλλα μαδημένα/ μόνο είχαν τις άκρες άγριες μ'αγκάθια καμωμένες/ κι ήταν πολλές κι ασάλευτες, σκοτεινιασμένες, κρύες/ Κι αυτός ούτε που άκουσε το τρίξιμο σα σκύψαν/ Πλεξούδες χαμηλώσανε, δίχτυα ξυλοφτιαγμένα/ που μπλέξανε κι αρπάξανε τις άκρες των... Continue Reading →

Αλόνσο Κιχάνο

(ήχος) Στεκόταν στην κορφή του χαμηλού λόφου κι ατένιζε τα χωράφια που τά'χαν σκεπάσει αγριόχορτα. Το βλέμμα του χανόταν μέχρι πέρα μακριά τη λασπωμένη δημοσιά που τρύπωνε σαν φίδι στο οροπέδιο. Περίμενε ακίνητος. Μόνο τα ξανθόγκριζα μαλλιά του, βρώμικα κι αγριεμένα, ζωντάνευαν πότε-πότε σαν λάβαρο που το ξυπνούσε ο αέρας. Κι ο θώρακας από τενεκέ,... Continue Reading →

του Ρωμαίου

"Θέλεις να φύγεις; Δεν πλησιάζει το ξημέρωμα: ήταν τ' αηδόνι κι όχι ο κορυδαλλός που ακούστηκε..." Μουρμούρησε ξανά την φράση τής αγαπημένης του μέσα από τα μισοκοιμισμένα του χείλη· ο επισκέπτης τον άκουσε απ'έξω, στη σιγαλιά της νύχτας και απάντησε ισορροπώντας στο περβάζι με τ'ακρόνυχά του : "Τεριρέμ, τεριρέμ," Και κράτησε η συνομιλία όσο βάστηξε... Continue Reading →

η Χαράδρα

Είχε σταθεί μπροστά στον καθρέφτη αποσβολωμένος. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε αυτό το παιχνίδι. Ήταν κάτι που του είχε καρφωθεί πριν χρόνια. Όλα είχαν ξεκινήσει από εκείνη τη φράση της καθομιλουμένης "ώσπου ν'ανοιγοκλείσεις τα μάτια...". Το έπαιζε πάντα σε καταστάσεις που τον έπνιγαν·έλεγε στον εαυτό του "ώσπου ν'ανοιγοκλείσεις τα μάτια... Continue Reading →

o άνθρωπος που έτρωγε όρθιος

(ήχος) Στεκόταν εκεί, στο τέλος του πεζόδρομου της Μητροπόλεως, λίγα μέτρα πριν την πλατεία·ακριβώς απέναντι από το σουβλατζίδικο του Θανάση, στο σημείο που τελειώνουν τα κάγκελα του Δήμου·φαρδαίνει εκεί, δεν έχει ούτε τραπέζια, ούτε καρέκλες, μόνο την αμπαρωμένη πόρτα και μια εγκαταλελειμμένη βιτρίνα. Α, ναι και το υπόστεγο, φυσικά·στην ουσία, το μικρό μπαλκόνι του πρώτου... Continue Reading →

Σίσσυ

Κι άρχισε μια δυνατή βροχή, που έκανε τις σταγόνες να ξεκινούν βαριές το ταξίδι τους απˊ τα ψηλά, μέχρι να φτάσουν να γίνουνε ρυάκια στις άκρες της ασφάλτου°στο τέλος μια σχάρα τις κατάπινε και δεν ξανάκουγε ποτέ κανείς για αυτές. Άλλες πιο τυχερές έπεφταν σε χώματα μαλακά και κυλιόντουσαν μαζί τους αγαπησιάρικα μέχρι να γίνουν... Continue Reading →

Την 4η Μαΐου*

του Σωτηρίου έτους 1771, γεννιέται σε ιδιωτική κλινική της Αθήνας, κάπου στη Μαυροματαίων, ένας νεαρός ονόματι Βέρθερος. Γεννιέται κατευθείαν νεαρός κι ερωτευμένος, χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ ως μωρό, χωρίς να έχει θηλάσει ποτέ, να έχει κλάψει ποτέ. Γεννιέται με μια πένα κι ένα επιστολόχαρτο στο χέρι-δώρα και τα δύο της γλυκιάς του μητέρας, που... Continue Reading →

στην αγία Υπακοή

Το επόμενο βήμα της έκανε ένα τρομακτικό θόρυβο που τίναξε από φόβο ακόμα και την ίδια·είχε άθελά της πατήσει ένα σωρό από πεταμένα μπουκαλάκια, σπάζοντας κανά δυο και κλωτσώντας κάποια άλλα μακριά. Αφού η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά δυνατά, ξανακοίταξε στο πάτωμα·ήταν πολλά, πάρα πολλά, άδεια γυάλινα φαρμακευτικά σκευάσματα, παλιά, πολύ παλιά, σαν αυτά... Continue Reading →

Αγγέλικα

"Φύγε από τα ρέλια, φύγε από τα ρέλια!"ούρλιαξε η φωνή δεξιά. Γύρισα τρομαγμένος να κοιτάξω. Μια άγρια μούρη φτιαγμένη από γράσο και αλάτι ορμούσε προς το μέρος μου:"Τι κοιτάς ρε, φύγε από τα ρέλια!!!" Δεν πρόλαβα να αντιδράσω και την ώρα που το κύμα έσκαγε πάνω μου με δύναμη, ένα χέρι με γράπωνε και με... Continue Reading →

στο νούμερο 33

Είχε σκεφτεί πολλές φορές το το απονενοημένο διάβημα·κύτταζε την κουπαστή του μπαλκονιού και μετά έσκυβε το βλέμμα του μετρώντας το ύψος. Κι αν απλά τραυματιζόταν; Φρίκη. Θα μου πεις υπήρχαν κι άλλοι τρόποι, πιο ανώδυνοι. Αλλά να κάπως του είχε μείνει πάντα σαν εικόνα αυτός. Ίσως από τότε που ο πατέρας του απειλούσε σχεδόν κάθε... Continue Reading →

το λεμόνι

Τα κύτταζε και τα ξανακύτταζε από απόσταση, καθισμένος στο μικρό του ξύλινο σκαμπό. Δεν ήταν πιο μεγάλα από μπαλάκια του πινγκ-πονγκ·ήταν σαν τρία γατάκια που είχαν γεννηθεί πριν λίγες μέρες·όποιο είχε "θηλάσει" περισσότερο είχε πάρει και λίγο παραπάνω μπόι·μόνο που αυτά εδώ δεν κλαίγανε και δε χαλούσαν τον κόσμο·ήταν ήσυχα, σιωπηλά και πράσινα-ακόμα. Τα είχε... Continue Reading →

橋本 *

Μια γλυκιά μυρωδιά γιασεμιού γλύστρησε στα ρουθούνια του, φτάνοντας μέχρι τα άδυτα της νάρκης του. Χαμογέλασε με τα μάτια ακόμα κλειστά·θυμήθηκε το καχεκτικό γιασεμί που έδινε αγώνα χειμώνα-καλοκαίρι να απλωθεί στο τοίχο της βεράντας, στο σπίτι που μεγάλωσε. Όσοι το κοίταζαν τό'χανε για πεθαμένο, μα εκεί που το ξέγραφε και ο ίδιος, τσουπ! πρασίνιζαν οι... Continue Reading →

του Ηλεκτρικού (η καραμελίτσα)

"Χρόνια τό'χεις, τό'χεις χρόνια; Παλιό φαίνεται, ωραίο ποδήλατο όμως, ωραίο είναι. Α, τριάντα χρόνια, τόσα ε, αντίγραφο ναι, ναι, αντίγραφο, κατάλαβα, κατάλαβα· ... Κρύο, κάνει σήμερα ε, κρύο αν και τι κρύο δηλαδή, εντάξει εγώ είμαι από τα Σφακιά, κι εκεί έχει πάνω πολύ κρύο δηλαδή, εσύ από πού είσαι, κρητικός μου φαίνεσαι, καλά λέω;... Continue Reading →

it takes two to tango

Την ενδιέφεραν πολύ τα μαθήματα Tango· ή Ταγκό όπως το έλεγαν πάντα οι γονείς της·δεινοί χορευτές και οι δύο, ερασιτέχνες κι ερωτευμένοι, σε μιαν άλλη εποχή, γεμάτη χοροεσπερίδες και μπαλ-μασκέ και κονφετί παντού, να καλύπτουν πέφτοντας τις στάχτες που είχε αφήσει φεύγοντας ο πόλεμος. Ήταν λοιπόν, κάτι σαν προσωπικό της απωθημένο. Δίπλα στο καινούριο σπίτι-είχε... Continue Reading →

το Κουκούλι

(ηχητικό) Είχε τυλιχτεί με την κουβέρτα όσο πιο σφιχτά γινόταν·είχε χωθεί ολόκληρος από κάτω, σαν έμβρυο και τα πόδια του είχαν μπλεχτεί όσο μπορούσαν με την άκρη του μάλλινου σκεπάσματος, κλείνοντας κάθε χαραμάδα·ήταν μέσα στο κουκούλι του. Χρειαζόταν όμως ανάσες·πνιγόταν· αλλά το τρέμουλο που τον κυρίευε δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει. Κρύωνε ακόμα, κρύωνε πολύ.... Continue Reading →

ΛΥ 1030

Είχαν περάσει χρόνια. Πολλά χρόνια. Κι αυτός βρισκόταν πάλι εκεί, σ'αυτή την μικρή παραλία με τις μικρές τις πέτρες και τα σκόρπια βραχάκια στο βυθό. Ακριβώς γι'αυτό ελάχιστοι τουρίστες πάταγαν πόδι. Τα παιδιά όμως του χωριού την λάτρευαν από παλιά. Μεγάλωναν σ'αυτήν, τσαλαβουτούσαν μέσα της, κολυμπούσαν στα βαθιά της, βουτούσαν και κρατούσαν μέχρι το Νησάκι... Continue Reading →

ο Πίτσος

Ήταν όμορφος κι ευρύχωρος. Από αυτά τα καινούρια ψυγεία, τ'αστραφτερά. Τον είχανε φέρει πριν ένα χρόνο στο χωριό-κουβαλητό με το μουλάρι. Πώς αλλιώς; Δεν υπήρχαν δρόμοι για αυτοκίνητα στο νησί. Αυτό σαν κάπως να ταλαιπώρησε την γυαλιστερή επιφάνειά του αλλά ως εκεί-καμιά μεγάλη ζημιά. "Α, ένα μικρό βαθούλωμα στα πλευρά" έδειξε με το δάχτυλο ο... Continue Reading →

Όταν ξεκίνησα να βρω τον γκιώνη

Μικρός που ήμουν στο σπιτάκι πάνω στη θάλασσα, με κρατούσε ξάγρυπνο τις νύχτες· αυτός και τα γαϊδουράκια που γκάριζαν μες τον ύπνο τους. "Γιατί γκαρίζουν νυχτιάτικα;" ρωτούσα; "Όνειρα βλέπουν", μου απαντούσαν οι μεγάλοι. Τρόμαζα μα γελούσα πολύ μ'αυτό. "Τι όνειρα να βλέπουν τα γαϊδούρια;" αναρωτιόμουν. Μα με τον ήχο του γκιώνη σφιγγόμουν. Ήταν η νύχτα.... Continue Reading →

Ζάχαρη

Ο καιρός είχε κρυώσει εδώ και μέρες αλλά αυτός επέμενε στη συνήθεια που είχε κάθε απόγευμα να κάθεται στον παλιό καφενέ κάτω από τα ταμπάκικα. Κλειστός από χρόνια, είχανε ξωμείνει μόνο, πάνω στο μώλο, τα μισοδιαλυμένα τραπεζάκια με τις ξεφτισμένες ψάθινες καρέκλες, που τις έτρωγαν όλες οι εποχές του χρόνου-μα ήλιος, μα βροχή κι αρμυρός αέρας.... Continue Reading →

Ανελκυστήρ/Aufzug

Είχε deadline το πρωί στις εννιά. Τα μάτια του είχαν κοκκινήσει, Ήδη πέντε μέρες μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ να δουλεύει νυχθημερόν με τρεις ώρες ύπνο το πολύ. Τα δάχτυλα ανεβοκατέβαιναν ακατάπαυστα και τ'ακουστικά του ίδρωναν από την έντασή του να συλλάβει τον Ήχο. Έριχνε μέσα τ'αρχεία που είχε ηχογραφήσει, έκοβε, έραβε, διόρθωνε, δείκτες, μέσοι, αντίχειρες... Continue Reading →

στο Καλαμάκι

Κάθονται απέναντί μου. Αυτός χαζεύει τον βρεγμένο ήλιο από το παράθυρο, αυτή κουρνιασμένη πάνω του, έχει κλείσει τα μάτια κι απολαμβάνει το αποκοίμισμα σε ώμο λατρεμένο, σε μυρωδιά δικού ανθρώπου. Τα μαύρα μαλλιά της ριγμένα στο αδιάβροχό του. Αυτός προσέχει οι αναταράξεις του λεωφορείου να μην την ξεβολέψουν. Έχει φορέσει το πιο καλό τζην του... Continue Reading →

Η μπράντα*

Άκουγε τον ήχο του νερού που χτύπαγε στα ίσαλα και μετά που τραβιόταν ν'αφήσει χώρο για το επόμενο κύμα. Τον νανούριζε αυτός ο χτύπος στην καρίνα. Σαν να ξύνανε μαλακά με άμμο τη μπογιά του σκαριού. Και το σκούντημα ήταν όσο απαλό χρειαζόταν. Το ένιωθε αλλά δεν τον ξυπνούσε. Οι ομιλίες ακούγονταν όλο και πιο... Continue Reading →

Το λεωφορείο

Ίσως η πραγματική μου οικογένεια να είναι οι μοναχικοί συνεπιβάτες στα νυχτερινά λεωφορεία για μαρούσι. Είναι ο τρόπος που αφήνονται στην κίνηση του λεωφορείου, ο τρόπος που χύνονται στα καθίσματα. Ίσως το κεφάλι που ακουμπά στο τζάμι και αναπηδά κάθε λίγο- με μάτια κλειστά συνήθως. Ο τρόπος που κοιτάζουν έξω το σκοτάδι και τις μισοφωτισμένες... Continue Reading →

Φόβο

ήχος Μ'αρέσει πολύ που οι περαστικοί τη Νύχτα με αποφεύγουν. Μ'αρέσει πολύ. Μ'αρέσει που τους τρομάζει ο όγκος μου, το καλυμμένο κεφάλι μου, τα πυκνά γένια μου, το βαρύ μου περπάτημα στην άσφαλτο. Μ'αρέσει που κάποιοι από αυτούς κοντοστέκονται ή αλλάζουν δρόμο. Μ'αρέσει που περπατάω στις σκιές και γίνομαι αόρατος. Και ακούω το ξάφνιασμά τους μόλις... Continue Reading →

Νέδα

Καθώς γύρισε να τον κοιτάξει, τινάχτηκαν οι κοτσίδες της.  Μια αχτίδα από τον μουντό ήλιο αντανάκλασε πάνω τους. Το βόρειο  χρώμα τους του φάνηκε τώρα ακόμα πιο κρύο. Τα γκρίζα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω του. Κανείς δεν μίλησε απ' τους δυο. Με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει από το φόβο, έσπασε πρώτος τη σιωπή. "Πρέπει... Continue Reading →

Ο κλέφτης

Κρατούσε και με τα δύο χέρια ένα παλιό ξεφτισμένο αρκουδάκι. Σίγουρα παιχνίδι από μεγαλύτερο αδέρφι ή ακόμα κι από γονιό-έδειχνε πραγματικά παλιό. Γεμισμένο με μπαμπάκι που άδειαζε από μια τρύπα στη δεξιά πατούσα-αίμα λευκό σε χνουδωτούς γρόμπους. "Πώς τον λες;" Σήκωσε τα μάτια. Ήταν αμυγδαλωτά και γκριζογάλανα σαν λίμνες αρυτίδιαστες. Με κοίταξε μια στιγμή και... Continue Reading →

η Ανάσα

(ήχος) Και κάπως έτσι μάθαμε πως είναι οι ανάσες των Λύκων. Να στέκεσαι με το πρόσωπο καλυμμένο στον παγωμένο Βοριά, να κλείνεις τα μάτια και να αναπνέεις. Μια σταγόνα αίμα να κυλάει από τη μύτη. Το χνώτο πυκνό, να περνάει μέσα από τη χοντρή πλέξη, στον αγέρα. Τα ακροδάχτυλα να καταφεύγουν τυλιγμένα στις τσέπες του επενδύτη.... Continue Reading →

2 μ.μ

Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Δεν είναι πως είχε κάποιο θέμα, μια πάθηση ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ούτε είχε παρουσιάσει κάποια δείγματα στο παρελθόν. Απλά συνέβη. Ξαφνικά σήμερα το μεσημέρι. Στις 2 μ.μ. Πριν το φαΐ. Κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος για να είμαστε ακριβείς  αλλά επ’ουδενί δε σχετιζόταν το συγκεκριμένο περιστατικό με το... Continue Reading →

το Χιόνι

Το περίμενε αυτό το χιόνι. Όχι με τον τρόμο που το παρουσίαζαν τα κανάλια και οι φυλλάδες αλλά με την αδημονία της ηλικίας του. Είχε όλες τις εφαρμογές στο κινητό σε ετοιμότητα, έκανε ανανέωση κάθε δέκα λεπτά, είχε στυλώσει τα αυτιά του στα ραδιόφωνα και κάθε τόσο έβγαινε στο μπαλκόνι και προσπαθούσε να καταλάβει από... Continue Reading →

στην Εφημερία

Αίθουσα αναμονής Νοσοκομείου. Εφημερία αλλά τα περιστατικά χαλαρά, ο κόσμος όμως αρκετός και η αναμονή διαρκεί τουλάχιστον ένα δίωρο. Ηλικιωμένη κυρία που την έχουν παρκάρει τα παιδιά της κι έχουν φύγει προσπαθεί για να περάσει η ώρα να πιάσει την κουβέντα με όποιον κάθεται δίπλα της. Αλλά δεν το κάνει με το μίζερο παραπονιάρικο τρόπο... Continue Reading →

Ο κύριος Αριστείδης και η κυρία Ζηνοβία

Είχε ξυπνήσει από τις εξήμιση το πρωί· με αυτό το πρώτο φως του πρωινού, που μόνο μάτια που δε χρειάζονται πια τον ύπνο το συλλαμβάνουν. Τα ξύλινα παντζούρια μισάνοιχτα και το τζάμι μια χαραμάδα, να μπαίνει η δροσιά. Είχε κοιτάξει το κορμάκι της που ανέπνεε δίπλα του ήσυχα και είχε σηκωθεί προσεκτικά να μην την... Continue Reading →

Μαθιός

  Λοιπόν, αυτός είναι ο Μαθιός. Ο Μαθιός βγήκε ασθμαίνοντας από το σακίδιό μου, μόλις το άνοιξα να πάρω κάτι μες τον προαστιακό του Βερολίνου. Που σημαίνει πως ο Μαθιός υπήρξε- ηθελημένα;- λαθρεπιβάτης από την Αθήνα. Βγήκε, σκαρφάλωσε αμέσως πανω μου, χέρια, ποκάμισο, παντελόνι, ξανά χέρια, εμφανώς ταραγμένος μέχρι που σταμάτησε ανάμεσα στα δάχτυλά μου... Continue Reading →

μουρμουρητό

Ποτέ δε μαθαίνεις, ποτέ δε θα μάθεις, πάντα εκπλήσεσσαι σα νά'σαι δεκαπέντε χρονών. -τι μουρμουράς γέροντα; παίζουν οι δαίμονες ξανά κ ξανά κ συ περιμένεις , κοιμήσου δε φαίνονται ρε τ' αστέρια στον ουρανό της Αθήνας, τα ίδια θα λέμε κάθε φορά δε μαθαίνεις ποτέ δε μαθαίνεις, μια παραμύθα όλα, -κοιμήσου ταξίδευες νύχτα στο κατάστρωμα... Continue Reading →

το τηλεφώνημα

Απ΄όταν πέθανε ο πατέρας μου, πάνε τέσσερα χρόνια, δύο μήνες κι έντεκα μέρες, άρχισε να τηλεφωνεί όλο και πιο συχνά ένας από τους πιο καλούς του φίλους από τα Χανιά. Αρχικά για να εκφράσει τα συλλυπητήριά του του, στη συνέχεια για να μαθαίνει τι κάνει η μητέρα μου. Εγώ σπάνια ήμουν παρών στα τηλεφωνήματα, σχεδόν... Continue Reading →

Blog στο WordPress.com.

ΠΑΝΩ ↑